Η Ελληνική Ακτοπλοΐα σε Σημαντική Καμπή: Μια Ετήσια Αναφορά από την XRTC Business Consultants
Η ετήσια έκθεση της XRTC Business Consultants, υπό την καθοδήγηση του Γιώργου Ξηραδάκη, αποτυπώνει τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής ακτοπλοΐας, η οποία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Ο κλάδος αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως η γήρανση του στόλου και οι αυξανόμενες περιβαλλοντικές απαιτήσεις που επιβαρύνουν τα κόστη και ασκούν πίεση στους ναύλους.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Εκσυγχρονισμού διαθέτει 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2030 για να υποστηρίξει «πράσινες» επενδύσεις και την αντικατάσταση παλαιών πλοίων. Παράλληλα,αναφέρεται ότι οι παραγγελίες νέων σκαφών διεθνώς επικεντρώνονται κυρίως στα κινεζικά ναυπηγεία ενώ οι μακροχρόνιες μισθώσεις προσφέρουν ευκαιρίες στις μικρότερες εταιρείες.
Διαφάνεια και Αναγκαιότητα Ανάπτυξης του Στόλου
Η έκθεση τονίζει επίσης τη σημασία της διαφάνειας στα οικονομικά αποτελέσματα των ακτοπλοϊκών εταιρειών καθώς και την ανάγκη για άμεση ανανέωση ενός γερασμένου στόλου. Οι συγγραφείς εκφράζουν ανησυχία γιατί πολλές εταιρείες δεν είναι υποχρεωμένες να δημοσιοποιούν τους ισολογισμούς τους παρά τις κρατικές επιδοτήσεις που λαμβάνουν – ιδιαίτερα για τις άγονες γραμμές – κάτι που θα μπορούσε να διευκολύνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Θετική εξέλιξη αποτελεί η ίδρυση από την κυβέρνηση ενός Ταμείου Εκσυγχρονισμού ύψους 300 εκατ. ευρώ που στοχεύει στην πράσινη μετάβαση και στην ανανέωση του στόλου. Μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων εκτιμάται ότι θα κινητοποιηθούν επενδύσεις άνω των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Aνάγκες Διαφορετικών Γραμμών Μεταφοράς
Η έρευνα εξετάζει επίσης τις ανάγκες των γραμμών υψηλής και χαμηλής τουριστικής κίνησης. Η Κρήτη εξυπηρετείται από πλοία της Attica Group και των Μινωικών ενώ η Seajets δραστηριοποιείται κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες σε δημοφιλείς διαδρομές. Ωστόσο, τα μικρότερα νησιά αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες πρόσβασης ειδικά τον χειμώνα εξαρτώμενα από τις επιδοτούμενες άγονες γραμμές.
Aνανέωση Στόλου: Ένας Επιτακτικός Στόχος
Οι συντάκτες σημειώνουν ότι ο ελληνικός ακτοπολιτικός τομέας χρειάζεται επειγόντως ανανέωση καθώς η τελευταία σημαντική ενημέρωση έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 2000.Από τότε οι εταιρείες στράφηκαν κυρίως στην αγορά μεταχειρισμένων πλοίων λόγω οικονομικών περιορισμών αντί για νέα σκάφη.
Mόνο το 17% του ελληνικού στόλου είναι κάτω των 20 ετών ενώ ποσοστά όπως το 80% των πλοίων έως 95 μέτρα ηλικίας πάνω από είκοσι χρόνια δείχνουν πόσο έχει γερνάσει ο στόλος μας. Χωρίς διαθέσιμα μεταχειρισμένα πλοία σύμφωνα με τους νέους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, η κατασκευή νέων σκαφών φαίνεται ως η μόνη βιώσιμη λύση.
Nέα Περιβαλλοντικά Μέτρα: Προβλήματα Κόστους
Ο κλάδος αντιμετωπίζει αυστηρούς περιβαλλοντικούς κανόνες που στοχεύουν στη μείωση εκπομπών CO₂ έως το μηδέν μέχρι το 2050. Από τον Ιανουάριο του ’24 εφαρμόζεται ένα νέο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής (EU ETS) που απαιτεί απ’ τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις αγορά δικαιωμάτων CO₂.
Το Fuel EU Maritime ξεκινά επίσης τον Ιανουάριο ’25 απαιτώντας μειώσεις στη χρήση αερίων θερμοκηπίων στα καύσιμα γεγονός που οδηγεί σε αύξηση κόστους λειτουργίας στις ακτογραμμές μας.
Tαμείο Εκσυγχρονισμού: Ένας Νέος Ορίζοντας
Tο Ευρωπαϊκό Ταμείο Εκσυγχρονισμού (ΤΕ), στο οποίο συμμετέχει πλέον η Ελλάδα ως δικαιούχος από το ’24 μπορεί να προσφέρει πολύτιμη χρηματοδότηση στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής ακτοπλοΐας μέσω πόρων προερχόμενων από δημοκρατία δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα.
Με βάση τις προβλέψεις αυτό μπορεί να αποδώσει περίπου €1,5 δισεκατομμύρια μέχρι το ’30.
Για την ακτοπλοΐα υπάρχουν τρεις βασικοί πυλώνες δράσης: κατασκευή ή βελτίωση πλοίων φιλικών προς το περιβάλλον καθώς επίσης αντικατάσταση παλαιοτέρων μηχανών.»
Kινεζικά Ναυπηγεία & Διεθνείς Όμιλοι στον Τομέα Ακτηβολογίας
Kινεζικά ναυπηγεία συνεχίζουν ν’ αποτελούν κύριοι παραγωγοί νεότερων σκάφων διεθνώς εν μέσω ανταγωνιστικών πιέσεων αλλά κι έντονων γεωπολιτικών ζητημάτων.
Μικρότερες επιχειρήσεις στρέφονται συχνά στη μίσθωση νεότερων σκαφών αντί για αγορά λόγω υψηλού κόστους κατασκευής αλλά κι έλλειψη εγχώριης παραγωγής
Πρακτικές όπως αυτές ενδέχεται ν’ ανοίξουν δρόμο στους μικρότερους παίκτες ώστε ν’ ανταγωνιστούν πιο αποτελεσματικά στην αγορά.»