Η Ξηρασία ως Φυσικό Φαινόμενο: Μια Ανάλυση από τον Παναγιώτη Σαμπατακάκη
Ο Παναγιώτης Σαμπατακάκης, διδάκτορας Υδρογεωλογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Υδρογεωλόγων και διευθυντής των Υδατικών Πόρων του Ι.Γ.Μ.Ε., αναλύει το φαινόμενο της ξηρασίας και περιγράφει τους μηχανισμούς που διέπουν την κίνηση του νερού. Η ξηρασία δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο που μας αιφνιδίασε· έχει παρατηρηθεί σε προηγούμενες εποχές επίσης. Όταν εξετάζουμε το κλίμα με βάση γεωλογικούς χρόνους εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών, διαπιστώνουμε ότι ποτέ δεν υπήρξε σταθερό.
Κατά την τελευταία γεωλογική περίοδο, οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να αξιολογούν τα φαινόμενα ξηρασίας μέσω παρατήρησης και επιστημονικών εργαλείων. Έχουν διαπιστώσει ότι οι βροχοπτώσεις ποικίλλουν κάθε χρόνο και αυτή η διαφοροποίηση είναι πιο έντονη τα τελευταία 40 χρόνια, όχι τόσο στο συνολικό ύψος βροχής όσο στην ένταση των βροχοπτώσεων και στη μείωση των χιονοπτώσεων. Αυτές οι δύο παράμετροι επηρεάζουν σημαντικά την τροφοδοσία των υπόγειων υδάτων καθώς και των επιφανειακών υδάτων: κατά τη διάρκεια μιας ισχυρής βροχόπτωσης, η διάβρωση του εδάφους μειώνει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας «κατείσδυσης» που τροφοδοτεί τα υπόγεια νερά.
Η μείωση των χιονοπτώσεων λειτουργεί επίσης αρνητικά για τις πηγές υπογείων υδάτων, ειδικά για τα μεγάλα υδροφόρα συστήματα που παρέχουν νερό κατά τη θερινή περίοδο. Σε αντίθεση με αυτούς τους φυσικο-υδρολογικούς παράγοντες βρίσκονται οι αυξανόμενες ανάγκες σε νερό που συνεχώς αυξάνονται κάθε πενταετία. Η αναλογία διαθέσιμων υδατικών πόρων προς τις ανάγκες προσδιορίζει το επίπεδο λειψυδρίας σε μια περιοχή ή ακόμα και σε ολόκληρη τη χώρα ή ήπειρο.
Οι ανάγκες αυτές καθορίζονται από διαφορετικά κριτήρια κι αυτό αποτελεί πρόκληση για τη διαχείριση τους. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν πολιτικές από την Κυβέρνηση σχετικά με τη διαχείριση των υδατικών πόρων όπου η Ελλάδα κατατάσσεται στην 19η θέση όσον αφορά τον κίνδυνο λειψυδρίας. Εάν συνεχίσουμε να μην εφαρμόζουμε μέτρα εξοικονόμησης νερού ως καταναλωτές ή επιχειρήσεις τότε θα μπορούσαμε σύντομα να ανέβουμε στην κορυφή αυτής της λίστας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση είμαστε πρωτοπόροι στη κατανάλωση αρδευτικού νερού καθώς μοιραζόμαστε την πρώτη θέση μαζί με την Ιταλία στην κατανάλωση ύδρευσης ανά κάτοικο. Αντίθετα από άλλες χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία στις οποίες έχουμε πολλές ομοιότητες στον αγροτικό τομέα, εμείς δείχνουμε μεγαλύτερη σπατάλη στους πόρους μας χωρίς ουσιαστική πρόοδο στις πρακτικές άρδευσης.
Στις συζητήσεις γύρω από τον έλεγχο κι τις βελτιώσεις στα αρδευτικά δίκτυα έχουν γίνει πολλές συναντήσεις αλλά χωρίς ουσιαστική πρόοδο λόγω γραφειοκρατίας που επιβαρύνεται συνεχώς ενώ τα δεδομένα συλλέγονται χωρίς σωστά συμπεράσματα.
Pεαλιστικά αρκετές περιοχές σήμερα βιώνουν κρίσιμες συνθήκες σχετικά με τις απαιτήσεις άρδευσης κι αν υπήρχε καλύτερη διαχείριση δεν θα βρίσκονταν σε αυτήν τη κατάσταση ούτε θα απαιτούσαν νέα έργα για νέους πόρους ύδατος.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να επικεντρωθούμε στη δραστηριοποίηση κατά της σπατάλης προκειμένου να καθορίσουμε ποιες είναι πραγματικές μας ανάγκες ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω προβλήματα στις περιοχές εκείνες όπου υπάρχει ήδη έλλειμμα στο ισοζύγιο προσφοράς/ ζήτησης ύδατος.
Δυστυχώς έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου προτείνονται ποσότητες μεγαλύτερες απ’ όσα χρειάζεται πραγματικά μια περιοχή ώστε να φαίνεται πως όλα είναι εν τάξει — γεγονός που αποδεικνύεται μέσα από στοιχεία όπως η Οδηγία 2000/60 της ΕΕ σχετικά με τη διαχείριση των υδάτων στις χώρες μέλη αλλά δεν έχει αποφέρει θετικά αποτελέσματα μέχρι τώρα λόγω ακατάλληλης στελέχωσης υπηρεσιών κι επιστημονικών φορέων στον τομέα αυτόν.
Aυτό σημαίνει πως πρέπει επειγόντως να δημιουργηθεί ένα ΕΘΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ εδώ κι αρκετές δεκαετίες ώστε ν’ αντιμετωπίσουμε προβλήματα υποδομών αποθήκευσης αλλά κυρίως δικτύωσης μικρών έργων αντί μεγάλου τύπου έργων — λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές συνθήκες καθώς επίσης τις ιδιαίτερες ανάγκες ανά περιοχή (τύπος καλλιέργειας / εδαφολογικές συνθήκες).
Tέτοιου είδους έργα μπορούν ν’ ολοκληρωθούν γρήγορα τόσο στη σχεδίασή τους όσο κι στην κατασκευή τους αν υπάρξει πολιτική συναίνεση καθώς επίσης κοινωνική συνεργασία μαζί μ’ έναν αξιόπιστο επιστημονικό σχεδιασμό — κάτι δυστυχώς που μέχρι στιγμής φαίνεται δύσκολο για τη χώρα μας.
Αλλά ας ελπίσουμε ότι τώρα θα μπορέσουμε ν’ αποδείξουμε ότι μπορούμε!